- συνουσιωμένως
- Αεπίρρ.1. ουσιαστικά2. κυρίως, βασικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνουσιωμένος τού συνουσιῶ «ενώνομαι ουσιωδώς με κάποιον» + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνουσιωμένως — συνουσιάζω keep company with fut part mid masc acc pl (doric) συνουσιόομαι to be joined essentially with pres part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)